κρεολίνη

κρεολίνη
Μείγμα που παρασκευάζεται κατά τη θέρμανση του σάπωνος της ρητίνης με σχετική ποσότητα ακατέργαστης κρεσόλης, προερχόμενης από την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας. Η κ. είναι ερυθροφαιό υγρό με ερεθιστική γεύση και χαρακτηριστική οσμή, που θυμίζει τη μυρωδιά του κατραμιού, από το οποίο προέρχεται. Λίγο διαλυτή στο νερό, είναι κυρίως διαλυτή στην αλκοόλη, στο χλωροφόρμιο και σε άλλους οργανικούς διαλύτες. Η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τις έντονες αντισηπτικές της ιδιότητες στην απολύμανση πατωμάτων, υγειονομικών κτιρίων, λουτρών κλπ. Στη σύγχρονη εποχή όμως νεότερα και ισχυρότερα προϊόντα τείνουν να αντικαταστήσουν την κ. στη χρήση αυτή.
* * *
η
χημ. ονομασία απολυμαντικού σκευάσματος που περιέχει κρεσόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”